Την Μεγάλη Τρίτη γινόμαστε κοινωνοί δύο παραβολών του
Κυρίου.
α) Των δέκα παρθένων (Ματθ. 25,1-13) που μας διδάσκει να είμαστε έτοιμοι και γεμάτοι από πίστη και φιλανθρωπία.
β) Των Ταλάντων (Ματθ. 25,14-30), που μας διδάσκει να είμαστε εργατικοί και πρέπει να καλλιεργούμε και να αυξήσουμε τα πνευματικάμας χαρίσματα.
α) Των δέκα παρθένων (Ματθ. 25,1-13) που μας διδάσκει να είμαστε έτοιμοι και γεμάτοι από πίστη και φιλανθρωπία.
β) Των Ταλάντων (Ματθ. 25,14-30), που μας διδάσκει να είμαστε εργατικοί και πρέπει να καλλιεργούμε και να αυξήσουμε τα πνευματικάμας χαρίσματα.
Σύμφωνα
με την πρώτη, δέκα παρθένες βγήκαν να υποδεχθούν τον Νυμφίο κάποιο
βράδυ. Κρατούσαν και οι δέκα από ένα λυχνάρι, όμως μόνο οι πέντε από
αυτές είχαν φροντίσει να πάρουν και επιπλέον λάδι, σε περίπτωση που τους
χρειαστεί. Αυτές οι πέντε ήταν οι σώφρονες, οι γνωστικές δηλαδή. Ο
Νυμφίος άργησε όμως να έρθει και οι δέκα παρθένες κοιμήθηκαν. Αργά την
νύχτα, μια φωνή ακούστηκε να λέει: «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω
της νυκτός». Τότε αυτές ξύπνησαν και έτρεξαν για να προϋπαντήσουν τον
Νυμφίο. Στα λυχνάρια όμως το λάδι είχε καεί. Οι πέντε γνωστικές
παρθένες, έβαλαν το επιπλέον λάδι που είχαν προβλέψει να πάρουν μαζί
τους και πήγαν να Τον συναντήσουν. Οι υπόλοιπες πέντε όμως, οι Μωρές, οι
άμυαλες δηλαδή, έχασαν την ευκαιρία αφού τα λυχνάρια τους ήταν σβηστά.
Έτσι είναι, είπε ο Ιησούς, και η Βασιλεία των Ουρανών. Όποιος φροντίσει
από πριν για την ψυχή του θα εισέλθει στο Βασίλειο του Νυμφίου.
Η δεύτερη παραβολή λέει τα εξής: Κάποτε ένας άρχοντας θα πήγαινε ένα
μακρινό ταξίδι. Πριν φύγει κάλεσε τους τρεις υπηρέτες του και τους έδωσε
μερικά Τάλαντα, χρήματα δηλαδή. Στον πρώτο υπηρέτη έδωσε πέντε τάλαντα.
Στον δεύτερο έδωσε δύο ενώ στον τρίτο έδωσε ένα τάλαντο. Όταν γύρισε
από το ταξίδι, κάλεσε ξανά τους υπηρέτες του και ζήτησε να του πουν τι
είχαν κάνει με τα χρήματα που τους είχε δώσει. Ο πρώτος μετά από σκληρή
εργασία είχε καταφέρει να διπλασιάσει το αρχικό ποσόν, και επέστρεψε
στον κύριο του δέκα τάλαντα. Το ίδιο είχε κάνει και ο δεύτερος και έτσι
κατάφερε να επιστρέψει τέσσερα τάλαντα. Ο τρίτος όλο το διάστημα της
απουσίας του κυρίου του, δεν εργάστηκε καθόλου. Και όχι μόνο αυτό αλλά
ένιωθε και αδικημένος επειδή είχε πάρει μόνο ένα τάλαντο. Έτσι
επιστρέφοντας αυτό το τάλαντο κατηγόρησε τον άρχοντα, για την αδικία που
είχε υποστεί. Ο άρχοντας τότε πήρε αυτό το τάλαντο και το έδωσε στον
πρώτο μαζί με τα άλλα δέκα. Με την παραβολή αυτή, ο Ιησούς δίδαξε ότι οι
άνθρωποι πρέπει να καλλιεργούν τα χαρίσματα που τους δίνει ο Θεός, όχι
μόνο για το δικό τους καλό αλλά και για το καλό του συνόλου.
Επίσης,στον εσπερινό της Μ. Τρίτης ακούγεται το τροπάριο της Κασσιανής.
Η Κασσιανή ήταν βυζαντινή ποιήτρια που έζησε τον 9ο αιώνα μ.Χ.
Επειδή δεν την επέλεξε ως σύζυγό του ο αυτοκράτωρ Θεόφιλος, έγινε
μοναχή και αφιερώθηκε στη λατρεία του Θεού και την ποίηση.
Το ιστορικό, όπως περιγράφεται από τους βυζαντινούς χρονικογράφους
Συμεών Μάγιστρο, Ιωάννη Ζωναρά και Λέοντα Γραμματικό αναφέρει πως η
μητέρα του αυτοκράτορα Θεόφιλου, ακολουθώντας την οικογενειακή παράδοση
για την εκλογή νύφης, προσκάλεσε το 820 μ.Χ. στην Αυλή τις ωραιότερες
και επιφανέστερες κόρες της αυτοκρατορίας. Δώδεκα «κάλλιστοι παρθέναι»
ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση και κατέφθασαν στο Παλάτι. Μετά την
υποδοχή τους από τη μητέρα του αυτοκράτορα, η μητέρα του Ευφροσύνη του
έδωσε εντολή να δώσει το χρυσό μήλο σ' εκείνη που θα επέλεγε για σύζυγό
του.
Ο νεαρός αυτοκράτωρ θαμπώθηκε από την ομορφιά της Κασσιανής και
θέλοντας να δοκιμάσει την ευφυΐα της τη ρώτησε: «Ως άρα δια γυναικός
ερρύη τα φαύλα» δηλαδή ότι «από τη γυναίκα ξεκινούν τα κακά πράγματα»,
υπονοώντας την Εύα και το προπατορικό αμάρτημα. Όμως η Κασσιανή
αποστόμωσε τον Θεόφιλο ανταπαντώντας του «αλλά και δια γυναικός πηγάζει
τα κρείττω», δηλαδή ότι «και από τη γυναίκα πηγάζουν τα καλύτερα, τα
ευγενέστερα», υπονοώντας την Παναγία και τη γέννηση του Χριστού.
Αυτή όμως η πράγματι έξυπνη απάντηση, χαρακτηρίσθηκε από τον Θεόφιλο ότι περιείχε και κάποια προπέτεια και επιπολαιότητα και έτσι αποφάσισε να «τιμωρήσει» την Κασσιανή, δίνοντας το χρυσό μήλο στην ωραία, αλλά σεμνή Θεοδώρα.
Αυτή όμως η πράγματι έξυπνη απάντηση, χαρακτηρίσθηκε από τον Θεόφιλο ότι περιείχε και κάποια προπέτεια και επιπολαιότητα και έτσι αποφάσισε να «τιμωρήσει» την Κασσιανή, δίνοντας το χρυσό μήλο στην ωραία, αλλά σεμνή Θεοδώρα.
Η Κασσιανή απογοητεύθηκε από την αποτυχία της και πήρε την απόφαση να
αποτραβηχτεί από τον κόσμο και να μονάσει. Έκτισε με δικά της χρήματα ένα
μοναστήρι, που πήρε αργότερα το όνομά της, ντύθηκε το μοναχικό σχήμα και
αφιερώθηκε στη λατρεία του Χριστού και στην ποίηση.
(πηγές: http://www.iefimerida.gr, http://www.real.gr, www.star.gr)
ΤΟ ΤΡΟΠΑΡΙΟ ΤΗΣ ΚΑΣΙΑΝΗΣ
Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή,
τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν,
ὀδυρομένη, μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει.
Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας,
ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας.
Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων,
ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ·
κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας,
ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει.
Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας,
ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις·
ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν,
κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη.
Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους
τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;
Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.
Μεταγραφή του Φώτη Κόντογλου:
Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες,
σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα
και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου
κι έλεγε οδυρόμενη: Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη
και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας.
Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων,
εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας.
Λύγισε στ' αναστενάγματα της καρδιάς μου,
εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.
Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου,
και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου·
αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό,
τ' άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε.
Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο,
ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου;
Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ' αμέτρητο έλεος.
τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν,
ὀδυρομένη, μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει.
Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας,
ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας.
Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων,
ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ·
κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας,
ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει.
Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας,
ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις·
ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν,
κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη.
Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους
τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;
Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.
Μεταγραφή του Φώτη Κόντογλου:
Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες,
σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα
και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου
κι έλεγε οδυρόμενη: Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη
και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας.
Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων,
εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας.
Λύγισε στ' αναστενάγματα της καρδιάς μου,
εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.
Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου,
και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου·
αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό,
τ' άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε.
Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο,
ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου;
Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ' αμέτρητο έλεος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου